σφάζομαι

σφάζομαι
σφάζομαι, σφάχτηκα, σφαγμένος βλ. πίν. 24

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σφάζομαι — σφάζω slay pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιμάσσω — (Α αἱμάσσω) νεοελλ. 1. είμαι ματωμένος, στάζω αίμα, αιμορραγώ 2. είμαι τραυματισμένος ψυχικά, υποφέρω αρχ. 1. κηλιδώνω, περιβρέχω κάτι με αίμα 2. τραυματίζω, πληγώνω 3. έχω το χρώμα τού αίματος 4. προκαλώ αιματηρό τέλος 5. (ως ιατρ. όρος) κάνω… …   Dictionary of Greek

  • καρδιοσφάζομαι — (Μ) σφάζομαι στην καρδιά, ερωτεύομαι …   Dictionary of Greek

  • ξανασφάζομαι — 1. σφάζομαι ξανά 2. (κυρίως μτφ.) στενοχωριέμαι και πάλι πάρα πολύ …   Dictionary of Greek

  • ορεχθώ — ὀρεχθῶ, έω (Α) (αμφβλ. σημ.) 1. (για ζώο που σφάζεται) εκβάλλω τραχύ ήχο από τον λάρυγγα κατά την αγωνία τού θανάτου («βόες... ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ άλλη ερμ.) εκτείνομαι, τεντώνομαι κατά την αγωνία τού θανάτου 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”